- σατίρι
- το, Ν1. μεγάλο και με πλατιά λεπίδα βαρύ και κοφτερό μαχαίρι για το κόψιμο τού κρέατος2. μηχάνημα που χρησιμοποιούν οι κρεοπώλες για το κόψιμο τού κρέατος, κρεατομηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. satir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.